- αγνωστικισμός
- Φιλοσοφικός όρος που γεννήθηκε μέσα στην ατμόσφαιρα του θετικισμού και συγκεκριμένα μεταξύ των Άγγλων επιστημόνων και φιλοσόφων του δεύτερου μισού του 19ου αι. Ο όρος, που τον επινόησε ο Άγγλος φυσιοδίφης Χάξλεϊ το 1869 και τον χρησιμοποίησε έπειτα και ο Δαρβίνος, δηλώνει την αμφιβολία για τη δυνατότητα επίλυσης εκείνων των προβλημάτων –μεταφυσικών κυρίως και θρησκευτικών– στα οποία δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν οι μέθοδοι της επιστημονικής έρευνας. Το κριτήριο της πειραματικής επαλήθευσης όλων των γνώσεων επιβάλλει την αποχή από τη διατύπωση κάθε κρίσης περί του απόλυτου, του άπειρου και του Θεού.
* * *ο1. θεωρία σύμφωνα με την οποία η ύπαρξη ή η φύση οποιασδήποτε έσχατης πραγματικότητας (ιδιαίτερα τού θεού) είναι άγνωστη και, κατά πάσαν πιθανότητα, δεν είναι δυνατό να γνωσθεί2. θεωρία που δέχεται την ύπαρξη θεού ως πιθανή, αλλά που αρνείται ότι υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις για να υποστηρίξει κανείς είτε ότι υπάρχει είτε ότι δεν υπάρχει (πρβλ. αθεϊσμός, σκεπτικισμός)3. μια αγνωστικιστική στάση ή τάση.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά τού αγγλικού όρου agnosticism, που έπλασε ο Βρετανός βιολόγος Τόμας Χένρυ Χάξλεϋ από επίθ. agnostic (πρβλ. νεοελλ. αγνωστικός) με επίδραση τού ελλ. ουσ. γνώσις + κατάληξη -ism (πρβλ. ελλ. -ισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.